- ξεκομμένος
- -η, -ο [ξεκόβω]1. αποχωρισμένος, αποσπασμένος2. απομονωμένος, μεμονωμένος.επίρρ...ξεκομμένα1. σύντομα και απερίφραστα («τού τό 'πα ξεκομμένα»)2. αμετάκλητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκόβω — ξεκόβω, ξέκοψα, ξεκομμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκόβω — και ξεκόφτω ξέκοψα, ξεκομμένος 1. μτβ., αποσπώ κάποιον, απομακρύνω: Τον ξέκοψαν από το σχολείο. 2. αμτβ., απομακρύνομαι, σταματώ να συχνάζω κάπου, απέχω: Ξέκοψε τελευταία από την παρέα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)